υδρονομέας

υδρονομέας
ο
1. υπάλληλος της υδρονομικής υπηρεσίας, που ρυθμίζει τα σχετικά με τη διανομή του νερού, ο νεροκράτης.
2. δικλίδα που ρυθμίζει την ποσότητα της παροχής του νερού, υδροσύρτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υδρονομέας — ο, Ν 1. υπάλληλος τής υδρονομικής υπηρεσίας τής αγροφυλακής, ο οποίος επιτηρεί και ελέγχει την κανονική ροή τών αρδευτικών υδάτων και τη διανομή τους και έχει την προστασία τους, καθώς και τη διαφύλαξη τών σχετικών εγγειοβελτιωτικών έργων 2.… …   Dictionary of Greek

  • αυλακάρης — ο (θηλ. αυλακάρισσα, η) αυτός που φροντίζει το αρδευτικό αυλάκι, ο υδρονομέας …   Dictionary of Greek

  • νεροκράτης — ο 1. αυτός που ρυθμίζει τη ροή, τη διανομή τού νερού, υδρονόμος, υδρονομέας 2. πέτρινη λεκάνη για νερό, γούρνα, ποτίστρα 3. κοινή ονομασία τού φυτού που φέρει τη λόγια ονομασία δίψακος ο γναφευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + κράτης (< κρατώ),… …   Dictionary of Greek

  • νεροκρότης — ο 1. αυτός που κανονίζει την παροχή νερού, αλλ. υδρονομέας. 2. λάκκος που κρατά νερό. 3. είδος φυτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”